Η ΠΕΘΕΡΑ ΜΟΥ ΜΟΥ ΕΚΛΕΨΕ ΧΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΕΤΑΙ

Η ΠΕΘΕΡΑ ΜΟΥ ΜΟΥ ΕΚΛΕΨΕ ΧΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΕΤΑΙ
Πριν 4 χρόνια γνώρισα τον άντρα μου, ήρθε για δουλειά στο νησί και κάναμε σχέση. Μέσα στον μήνα έμεινα έγκυος! Ενθουσιάστηκα και έκλαιγα από χαρά! Η ζωή μου πριν από αυτόν ήταν δύσκολη…Κάναμε πολιτικό γάμο και εκεί γνώρισα τα πεθερικά μου. Όλα κυλούσαν ήρεμα, δεν έδειχνε κανείς να έχει κάτι μαζί μου ή να μη με θέλουν.
Αυτά τα τέσσερα χρόνια έρχονται για διακοπές οι γονείς τους σχεδόν ένα μήνα στο νησί και μένουν μαζί μας. Η μάνα του, όμως, όταν έρχεται νομίζει πως βρίσκεται σε ξενοδοχείο και περιμένει να της κάνω τον καφέ της, να μαγειρέψω πράγματα που η ίδια τρώει και δεν σηκώνει το ποτήρι της να το πάει στο νεροχύτη. Περιμένει εγώ να βάλω τα άπλυτα της στο πλυντήριο, εγώ να απλώσω τα ρούχα της! Γενικά δεν σηκώνεται από τον καναπέ. Για μένα είναι τρομερά δύσκολο, όμως, γιατί έχω ένα παιδί τριών χρόνων που όλη μέρα το κυνηγάω. Η ίδια θα ασχοληθεί μόνο μισή ώρα μαζί του και τις υπόλοιπες θέλει απλά την ησυχία της. Τα οικονομικά μας δεν είναι σε καλή κατάσταση, δεν ζητήσαμε ποτέ λεφτά ούτε θα το κάνουμε!
Ήρθε λοιπόν και φέτος μόνη της αυτή τη φορά. Το παιδί την περίμενε πώς και πώς, αλλά άρχισε πάλι τα ίδια. Εγώ είμαι κουρασμένη πάρα πολύ. Τη δεύτερη μέρα ζητάει να της πάρει τσιγάρα ο άντρας μου, την τρίτη μέρα το ίδιο και συνεχίστηκε αυτό όλο το μήνα. Εγώ δεν είχα διάθεση για βόλτες και παραλίες και ούτε είχα το χρόνο να τα κάνω όλα αυτά.
Ένα απόγευμα κανόνισε ο άντρας μου να ψήσουμε, ήταν και ο αδερφός του στο νησί, μόλις είχε έρθει για δουλειά. Είπαμε όλοι να παραγγείλουμε ένα καφέ από έξω, στην αυλή καθόμασταν εγώ η πεθερά μου και ο κουνιάδος μου. Έρχονται οι καφέδες και βγαίνει ο κουνιάδος μου να πληρώσει, πιάνω και εγώ από το συρτάρι το τελευταίο εικοσάρικο που είχα και του το δίνω με σκοπό να κεράσω. “Όχι, μου λέει, κερνάω εγώ σήμερα”. Η πεθερά μου αμέτοχη! Πίνουμε τον καφέ και μπαίνω να στρώσω το τραπέζι, τα λεφτά τα άφησα στο μπουκαλάκι μου από κάτω. Μπήκαμε, φάγαμε, μάζεψα το τραπέζι και βγήκα να μαζέψω και τους καφέδες. Το εικοσάρικο όμως έλειπε αυτή τη φορά. Ο κουνιάδος μου είχε φύγει για δουλειά. Τον πήρα τηλέφωνο και τον ρώτησα αν πήρε τα λεφτά ή αν τα πήρε ο αέρας και μου είπε ότι δεν τα πήρε τα λεφτά. Κόντεψα να σκάσω! Με αυτά θα έπαιρνα και το γάλα της μικρής μου! Μαζεύω το τραπέζι και πιάνω την ταμπακιέρα της πεθεράς μου και χωρίς λόγο την ανοίγω και ήταν εκεί τα λεφτά! Μπαίνω μέσα και της λέω “Τα πήρε τα λεφτά ο κουνιάδος μου;” και μου απαντάει “Ναι ναι τα πήρε! Το κανόνισα εγώ!”
Την επόμενη μέρα θα έφευγε. Κάνε υπομονή, έλεγα, θα φύγει και θα ηρεμήσεις. Στον τελευταίο καφέ με τους γονείς μου τους έλεγε ότι δεν έχω τρόπους, ότι δεν είναι αυτές φιλοξενίες που κάνουμε εδώ και πως όταν θα πάω σπίτι της θα μάθω τι σημαίνει να φιλοξενείς κάποιον.
Τι θα κάνατε εσείς; Να της πω για τα λεφτά;