Εμβόλιο και εργασία: Μπορεί να είναι υποχρεωτικό; Οι κίνδυνοι για τους μισθούς και το ειδικό καθεστώς του Δημοσίου

Εμβόλιο και εργασία: Μπορεί να είναι υποχρεωτικό; Οι κίνδυνοι για τους μισθούς και το ειδικό καθεστώς του Δημοσίου

Οι προβλέψεις του νόμου 4675/2020 αλλά και της Διεθνούς Σύμβασης του Οβιέδο για την προστασία της ελευθερίας του προσώπου από επεμβάσεις ιδίως της βιοϊατρικής – Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί ο εργοδότης να προχωρά σε στέρηση αποδοχών. Ειδικό καθεστώς διέπει τους Δημόσιους Υπαλλήλους

Η ελληνική κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση της πανδημίας, με τον νόμο 4675/2020 προέβλεψε τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης του υπουργού Υγείας περί υποχρεωτικού εμβολιασμού για την προστασία από μεταδοτική νόσο.

Ειδικά, η έκδοση σχετικής απόφασης μπορεί να περιλαμβάνει και συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών ή επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο διάδοσης του κορονοιού, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναφέρεται ανεξαιρέτως στο σύνολο του γενικού πληθυσμού.  

Αυτό θα ήταν αντίθετο και στη διεθνή σύμβαση του Οβιέδο για την προστασία της ελευθερίας του προσώπου από επεμβάσεις ιδίως της βιοϊατρικής αλλά και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που προστατεύουν τόσο την  ιδιωτική ζωή, όσο και τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα κάθε προσώπου. Δεν είναι δυνατό κανείς να δεχτεί τέτοιας έντασης επέμβαση στην σωματική ή ψυχική ακεραιότητά του, χωρίς τη συναίνεσή του. Μέχρι σήμερα, σχετική απόφαση δεν έχει εκδοθεί.

Άρνηση εμβολιασμού και απόλυση

Να επισημανθεί ότι το εμβόλιο αντιCovid δεν έχει συμπεριληφθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών για το έτος 2020-2021, που έχει νομίμως ήδη εκδοθεί και δημοσιευθεί, σε αντίθεση με άλλα, όπως πχ. εκείνο της ιλαράς. Στο σημείο αυτό, να τονισθεί ότι το εμβόλιο αντιCovid έχει προβλεφθεί νομοθετικά ως υποχρεωτικό, μόνο στις περιπτώσεις των εργαζομένων που απασχολούνται σε ειδικά βιολογικά εργαστήρια.

Εξάλλου, σύμφωνα με το πρόσφατο ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης, κανένας εργαζόμενος ή πολίτης δεν μπορεί να εξαναγκαστεί άμεσα ή έμμεσα στη διενέργεια του εμβολίου, ούτε φυσικά να αντιμετωπίσει δυσμενή διάκριση και άνιση μεταχείριση εκ του λόγου της άρνησης στον εμβολιασμό.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο εμβολιασμός αντιCovid δεν είναι υποχρεωτικός νομοθετικά. Ούτε άλλωστε αποτελεί νόμιμη υποχρέωση κάποιου εργαζόμενου, αφού σχετική διάταξη που να το προβλέπει δεν υπάρχει. Επομένως, η άρνηση ενός εργαζόμενου να εμβολιαστεί δεν συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά ικανή να επιφέρει μάλιστα και την απόλυσή του.

Επιπλέον, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου λόγω της άρνησής του να εμβολιαστεί είναι πιθανό να κριθεί ως παράνομη λόγω απαγορευμένης διάκρισης στο χώρο εργασίας είτε μεταξύ εμβολιασμένων και μη εργαζόμενων, είτε ακόμα επειδή η άρνηση του εμβολιασμού μπορεί να φανερώνει εν γένει ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όπως θρησκευτικές πεποιθήσεις του εργαζόμενου κ.α.

Θα πρέπει ωστόσο να διακρίνουμε τις περιπτώσεις που ο εμβολιασμός καθίσταται ηθικά επιβεβλημένος κυρίως σε επαγγέλματα που υπηρετούν ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, όπως ασθενείς, ηλικιωμένους κ.τ.λ.

Η απόφαση του αρχηγού της ΕΜΑΚ που προκάλεσε αντιδράσεις

Η προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Αρχηγού της ΕΜΑΚ, η οποία προβλέπει ότι το προσωπικό της οφείλει να εμβολιαστεί, διαφορετικά δεν θα μπορεί να συνεχίσει να απασχολείται στα καθήκοντά του, φαίνεται να τοποθετείται νομικά εκτός πεδίου των παραπάνω ρυθμίσεων, οι οποίες απαιτούν προηγούμενη έκδοση Υπουργικής Απόφασης, για την πρόβλεψη της υποχρεωτικότητας του εμβολίου και μάλιστα επί τη βάση συγκεκριμένων ιατρικών γνωματεύσεων, αιτιολογικής έκθεσης, πορισμάτων της αρμόδιας Επιτροπής κ.α.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι δεν ακολουθήθηκε η παραπάνω νομική διαδικασία για το νόμιμο της έκδοσης της επίμαχης πράξης. Είναι σαφές ότι για την ασφάλεια του δικαίου και την ομοιόμορφη, αμερόληπτη και αντικειμενική εφαρμογή του, απαιτείται η έκδοση της ανωτέρω Υπουργικής Απόφασης, η οποία θα προσδιορίζει, εφόσον εκδοθεί, τις συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού που οφείλουν να εμβολιαστούν, προβλέποντας και συγκεκριμένες εξαιρέσεις.

Στον αντίποδα, η επιλογή έκδοσης διαφορετικού περιεχομένου αποφάσεων περί υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού από μονομελή προϊσταμένους διοίκησης εκάστου Νομικού Προσώπου, προωθεί την ανασφάλεια και την ασυνέχεια του δικαίου, αλλά και την άνιση μεταχείριση κατηγοριών των δημοσίων υπαλλήλων.

Οι υποχρεώσεις του εργοδότη

Ο ρόλος του ιατρού εργασίας είναι αναγκαίος στην υιοθέτηση του μέτρου του εμβολιασμού στο χώρο εργασίας. Θα πρέπει δε ο εργοδότης να αποδείξει

  1. ότι τα μέτρα που υιοθέτησε μέχρι σήμερα (μάσκες κτλ) δεν είναι ικανοποιητικά να αντιμετωπίσουν τη μετάδοση της νόσου ακόμα και σε ειδικές περιπτώσεις επιχειρήσεων,
  2. ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί η εργασία του εργαζόμενου με άλλο τρόπο (πχ τηλεργασία),
  3. ότι το εμβόλιο θα μπορούσε ικανοποιητικά να εγγυηθεί την προστασία της υγείας των λοιπών συναδέλφων του στο χώρο εργασίας ή των όσων επισκέπτονται τον χώρο εργασίας και όχι μόνο του εμβολιαζόμενου, κάτι που από την ιατρική επιστήμη δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί.

Εφόσον λοιπόν όλα αυτά συντρέχουν, και ο εργαζόμενος συνεχίζει να αρνείται τον εμβολιασμό και ειδικά σε εργασίες επικινδυνότητας λόγω ασθενών – ευπαθών ομάδων κτλ, ο εργοδότης, θα μπορούσε, να αλλάξει μονομερώς προσωρινά τα καθήκοντα του εργαζόμενου, έτσι ώστε να μην έρχεται σε επαφή με το κοινό.

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο εργοδότης πρέπει να λαμβάνει αναλογικά μέτρα.

Με άλλα λόγια, θα μου ήταν αδιανόητο ένας εργοδότης ο οποίος, από τη μία πλευρά υποχρεώνει τους εργαζόμενους σε εμβολιασμό αντι COVID, και από την άλλη δεν λαμβάνει μέτρα όπως χρήση μάσκας, διαχωριστικά πλαίσια, αποστάσεις στις θέσεις εργασίας, εκ περιτροπής σύστημα προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία, τακτικό ιατρικό έλεγχο, θερμομέτρηση, απολύμανση χώρων εργασίας κτλ.

Στέρηση αποδοχών;

Διαφορετική θα ήταν η αντιμετώπιση του ζητήματος αν φθάσουμε στην παραδοχή ότι ο εμβολιασμός του εργαζόμενου συνιστά παρεπόμενη εκ της συμβάσεως εργασίας υποχρέωση.

Σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης θα μπορούσε να μην καταβάλλει τις αποδοχές και να μην απασχολεί τον εργαζόμενο μέχρι να εμβολιαστεί ή ακόμα και να τον μετακινήσει σε άλλη θέση εργασίας, αναθέτοντάς του καθήκοντα κατά την άσκηση των οποίων δεν θα έρχεται σε επαφή με το κοινό, ή να τροποποιήσει τον τρόπο παροχής εργασίας, επιλέγοντας την τηλεργασία.

Μία τέτοια όμως ερμηνεία του εμβολιασμού, ως παρεπόμενης υποχρέωσης, οφείλει να γίνεται στενά, σε σχέση πάντα με τα καθήκοντα και την ειδικότητα του εργαζόμενου, αλλά και τηρώντας την αρχή του ηπιότερου μέτρου.

Τι ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους

Ωστόσο, η παραπάνω εκδοχή, δηλαδή εκείνη της στέρησης των αποδοχών του εργαζόμενου που – αναλόγως τη φύση και το είδος της εργασίας του – αρνείται τον εμβολιασμό και ως εκ τούτου παρέχει πλημμελώς την εργασία του, δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του Δημοσίου και κατ’ επέκταση στους δημοσίους υπαλλήλους. Και αυτό γιατί στους τελευταίους οι αποδοχές δεν καταβάλλονται ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, οι οποίες αν παρέχονται πλημμελώς, ερευνάται και διώκεται από την εφαρμογή της πειθαρχικής νομοθεσίας, αλλά εξαιτίας της υπαλληλίας τους.

Η σύνδεση δε, του εμβολιασμού με την προσήκουσα άσκηση των καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και η ερμηνεία της άρνησης του εμβολιασμού ως σοβαρή απείθεια σε εντολή προϊσταμένου, είναι δύσκολη και καθόλου αυτονόητη, με δεδομένο την σοβαρή επέμβαση στην προσωπικότητα των υπαλλήλων, που επάγεται ο εμβολιασμός.

Subscribe
Notify of
guest
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
Δες όλα τα σχόλια